Από το οινοποιείο στο οικομουσείο
Από την Φραντσέσκα Λ.Μανούσου*
«Χαίρε τέκος Σεμέλης ευώπιδος». (Ομηρικοί ύμνοι 7, Εις Διόνυσον 58)
Μακεδονία και Θράκη , περιοχές μεγάλων αμπελώνων στην αρχαιότητα, παρουσιάζουν έως και σήμερα έντονη και αδιάλειπτη αμπελουργική δραστηριότητα και εξαιρετική οινική παραγωγή. Χυμός νωπών σταφυλιών που έχει υποστεί ζύμωση με τη σύνθεση της αιθανόλης μέσω ζυμομηκύτων στα σάκχαρα του σταφυλιού, ο οίνος αποτελεί συνεκτικό κρίκο στην ιστορία, εμπλέκεται στην οικονομία, στη λατρεία, στην καθημερινή και κοινωνική ζωή. Θεός του ο Διόνυσος και η ιστορία του αναφέρεται ήδη σε πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής (di-wo-nu-so-jo).
Η καλλιέργεια της αμπέλου στη Μακεδονία-Θράκη έχει μακρά ιστορία και τεκμηριώνεται από αρχαιολογικά ευρήματα και φιλολογικές πηγές , χωρίς βέβαια να παραγνωρίζει κανείς την οινοποιία σε άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου. Αν και γνωστή η άμπελος στη βόρεια Ευρώπη, το είδος της Αμπέλου οινοφόρου (vitis vinifera) καλλιεργήθηκε και εξελίχθηκε στις περιοχές του Ευξείνου Πόντου και Κασπίας, στη Μεσοποταμία και την Αίγυπτο περί το 5000πχ. Η αμπελοκαλλιέργεια στον βορειοελλαδικό χώρο επισημαίνεται από ευρήματα στους Φιλίππους (σπόροι και φλοιοί σταφυλιών) που χρονολογούνται περί το 6500 πχ. Επίσης, η ύπαρξη αμπελώνων στη Χαλκιδική μαρτυρείται από τις ωνές, χαραγμένα σε λίθο κείμενα αγοραπωλησιών. Κύριες πηγές πληροφόρησης για τις συνθήκες και τεχνικές καλλιέργειας της αμπέλου (τάφροι, εκσκαφή αγρού, λάκκοι), καθώς και τη διαδικασία παραγωγής οίνου, αντλούνται από φιλολογικές πηγές και την αρχαία ελληνική γραμματεία, γεωργικά συγγράμματα και γεωργικούς νόμους (Ησίοδος, Στράβων, Πλίνιος, Θεόφραστος).
Η αρχαία κεραμεική τέχνη παρέχει εξίσου πληροφορίες τόσο για τους τύπους των δοχείων αποθήκευσης, μεταφοράς και πόσης (κάνθαρος, σκύφος, κύλικα, ρυτό, κώθωνας, κάλπη, μαστός, κρατήρας, λέβητας, πελίκη στάμνος, αμφορεύς, κύπελλο, ψυκτή), όσο και για τη διαδικασία οινοποιίας (τρύγος, γλευκοποίηση, ζύμωση, ωρίμανση) και τις συσχετιζόμενες με την διονυσιακή λατρεία συμποσιακές σκηνές, μέσα από την εικονογραφία. Σχετικές παραστάσεις , αλλά και φιλολογικές πηγές αναφέρονται στον τρύγο, την αποχύμωση (ληνός), τη φύλαξη του μούστου και του κρασιού σε αμφορείς ή κεραμικά βαρέλια. Ανάλογα, παραστάσεις σε νομίσματα αποτυπώνουν σύμβολα, μορφές και αντικείμενα που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τον οίνο και την οινοποσία.
Ο μύθος συνδέεται στενά με τη μακεδονική γη, θέλοντας τον Διόνυσο, θεό του κρασιού (αμπελοφύτωρ και διδοίνυσος) να έχει γεννηθεί, κατά μία εκδοχή στο Παγγαίο και τη μητέρα του Σεμέλη να ζει στο Βέρμιο. Η παρουσία του Διονύσου, αγροτικού θεού με τους Σατύρους, Σειληνούς, Νύμφες, Βάκχους και τον τραγοπόδαρο Πάνα, είναι έντονη και αδιάλειπτη, ενώ ο οίνος κατέχει κυρίαρχη θέση στην καθημερινή και κοινωνική ζωή (συμπόσια) ως το πιο δημοφιλές ποτό, σε θρησκευτικές τελετές (διονυσιακές γιορτές και πομπές) και στα ταφικά έθιμα (σπονδές). Οι προσωνυμίες του Διονύσου καταδεικνύουν τον πολύπλευρο ρόλο του στη ζωή των θνητών όπως Λυαίος, Φλοίος, Ανθεύς, Δενδρίτης, Σωτήρ χάρη στο ‘χάρμα βροτοίσιν’, χάρη στην προσφορά του οίνου στους θνητούς. Η σημασία του οίνου δεν περιορίζεται μόνο στο ρόλο του ευχάριστου ποτού της καθημερινής ζωής ή των συμποσίων (Πλούταρχος) των οποίων σκηνές αποτυπώνονται σε ψηφιδωτά δάπεδα οικιών (Πέλλα), αλλά οι σπονδές οίνου συνδέονται με την επικοινωνία με τους θεούς, κυρίως με τη λατρεία των χθονίων θεών και των νεκρών (σπονδές οίνου με η χωρίς γάλα, μέλι, νερό), σύναψη συνθήκης ή ένορκης συμφωνίας (λοιβή), με το ξεκίνημα ενός ταξιδιού ή στη λήψη αποφάσεων (Ιλιάδα, Ησίοδος).
Το κρασί είναι συνώνυμο της ευφορίας και της ζωτικότητας, αλλά κατά τους αρχαίους έλληνες η πόση του πρέπει να διέπεται από το μέτρο . Ο Πυθαγόρας έχει συγκεκριμένο κύπελλο, ο Πιττακός και ο Ζάλευκος θεσπίζουν νόμο για τη μέθη, ο Αριστοτέλης συμφωνεί, ενώ το στεφάνι κισσού στα συμπόσια (ιερό φυτό του Διονύσου) όπως φαίνεται από παραστάσεις, είναι το σύμβολο αποτροπής της μέθης. Οι επικριτές του Φιλίππου και του Αλέξανδρου τους προσάπτουν ‘ ζωή μέθης’ (Θεόπομπος), αλλά βέβαια χωρίς βάσιμα στοιχεία. Είναι όμως γνωστό ότι οι Μακεδόνες έπιναν οίνο άκρατο για τον εορτασμό νίκης, γενεθλίων και για σύσφιξη συντροφικών δεσμών.
«Αντίπαλον ο Σεμέλης γόνος
Βότρυος υγρόν πώμ’ηύρε κεισηνέγκατο
θνητοίς , ό παύει τους ταλαιπώρους βρωτούς
λύπης, όταν πλησθώσιν αμπέλου ροής
ύπνον τε λήθην των καθ’ημέραν κακών
δίδωσιν, ουδ’εστ’άλλο φάρμακον πόνων.»
Ευριπίδης, Βάκχαι 278- 283
Η αμπελουργική τέχνη, γνωστή ήδη στην αρχαία Εγγύς Ανατολή, Αίγυπτο και Μικρά Ασία, βασιζόταν σε ειδική τεχνογνωσία και η παραγωγή οίνου προστατευόταν συχνά από τη νομοθεσία (Θάσος). Τοπωνύμια μαρτυρούν τη διαχρονικότητα της αμπελοκαλλιέργειας στη Μακεδονία (Μένδη, Σκιώνη, Άκανθος), ανασκαφικά ευρήματα στη περιοχή της Δράμας πιστοποιούν τη βαθειά της ιστορία στη Μακεδονία (Σιταγροί, Φίλιπποι Τούμπα Φωτολίβους Δράμας, Μαρώνεια) που ανάγεται στους νεολιθικούς χρόνους (4000- 2200 πχ.)
Οι λατρευτικές τελετές και γιορτές αποτυπώνονται επίσης σε αγγεία (Πέλλα, ελληνιστικοί χρόνοι) και νομίσματα (σύμβολα και συνοδεία του διονυσιακού θιάσου), ή σε φιλολογικές πηγές ( Αρριανός, Αριστοφάνης, αναφέρονται δε κυρίως στα Διονύσια,τα Ανθεστήρια (Πιθοιγία, Χόες, Ιερός Γάμος, δημόσιος αγώνας οινοποσίας) και στα κατ’ άστυ Διονύσια.
Η σχέση της αμπέλου και του οίνου με τις τοπικές κοινωνίες του βορειοελλαδίτικου χώρου μαρτυρούνται από τα τοπικά έθιμα που παραπέμπουν στις βακχικές εορτές και επιβιώνουν στη Μακεδονία έως σήμερα (Λαγκαδάς, Πέλλα, Αμύνταιο, Γουμένισσα, Αγχίαλος, Μεσήμβρια, Νάουσα).
Οι ποικιλίες του κρασιού είναι γνωστές από την αρχαιοελληνική γραμματεία κατά περιοχές με τα χαρακτηριστικά τους όπως ο ευώδης θάσιος ( Αριστοφάνης, Ξενοφών, Μένανδρος) ή ο βύβλινος οίνος (Ησίοδος, Ευριπίδης, Θεόκριτος) ενώ σφραγίδες με το εθνικό ΘΑΣΙΩΝ μαρτυρούν την έντονη δραστηριότητα οινεμπορίου. Οι τρεις βασικές ποικιλίες αμπέλου στη Μακεδονία, ξινόμαυρο, νεγκόσκα και λημνιό, δίνουν κρασιά με ξεχωριστά χαρακτηριστικά ως προς τη γεύση, το άρωμα και το χρώμα, η δε καλλιέργειά τους είναι συνάρτηση του υψομέτρου και της φύσεως του εδάφους.
Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που παρουσιάζει η μακεδονική γη σαν οινοπαραγωγική ζώνη αλλά και σαν τόπος με ξεχωριστό ιστορικό και αρχαιολογικό πλούτο, ενθαρρύνει την ιδέα της δημιουργίας οικομουσείων, εγχείρημα με ιδιαίτερες προκλήσεις και προβληματισμό. Με ήδη υπάρχοντες επισκέψιμους οινοποιητικούς χώρους, στη Μακεδονία και αλλού, που συνδυάζουν την παραγωγή οίνου και την προσπάθεια παρουσίασης και διάδοσης του πολιτισμικού αγαθού του οίνου, το οικομουσείο- οινομουσείο θα μπορούσε να αποτελέσει εναλλακτικό διεπιστημονικό εργαλείο, στοχεύοντας όχι τόσο στην μουσειακή αναπαράσταση αλλά σαν πεδίο δράσης , σύνδεσης και εξοικείωσης του ανθρώπου με τον άνθρωπο, τον τόπο και τον χρόνο. Η επιλογή του οινοποιείου που προσφέρεται για ανάλογη μελέτη είναι συνάρτηση της οινοποιητικής ιστορίας του , της ‘προσωπικότητάς’ του και του στενού και ευρύτερου περιβάλλοντος χώρου (αμπελώνας, κοινότητα, αρχαιολογική περιοχή). Η δυναμική της έννοιας του οικομουσείου (Η.de Varine 1971) συνίσταται στην ολιστική προσέγγιση της πολιτιστικής κληρονομιάς αξιοποιώντας και αναδεικνύοντας την ταυτότητα του τόπου, και κατ’ επέκταση της τοπικής κοινωνίας καθιστώντας την ενεργή και συμμετέχουσα. Σαν μέσο διατήρησης και διάδοσης της οινοποιητικής τέχνης και της διαχρονίας της εξελικτικά, το οικομουσείο του οίνου γίνεται πεδίο μελέτης και παιδείας, συνδέοντας παρελθόν και παρόν, το μέρος με το όλον.
*Φραντσέσκα Λ. Μανούσου: Δρ. Φιλόλογος – Μουσειολόγος
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
- Hugues de Varine, L’initiative communautaire, Editions W-MNES, 1991
- Bernard Deloche, Museologica, Contradictions et logique du musee, W- MNES, Presses Universitairew de Lyon, I989
- International Council of Museums, ICOM Statutes. (http:/icom.museum/statutes.html#2) Retrieved August 2, 2008
- International Council of Museums, and Association of European Open- air Museums. Principles for the creation and operation of Open air Museums. Association of European Open air Museums, 1982
- Δημήτρης Χατζηνικολάου, Οι δρόμοι του κρασιού, Εκδόσεις Explorer, Aθήνα 2003
- Peter Franke, Ειρήνη Mαραθάκη, Οίνος και νόμιισμα στην Αρχαία Ελλάδα, Κτήμα Χατζημιχάλη 1999
- Αndre Tchernia, Jean Pierre Brun, Le vin Romain Antique, Editions Gnenat 1999