Χριστούγεννα και Παράδοση
……Οι γιορτινές μέρες που προσμένουμε, γιομάτες από χαρές και συγκινήσεις, τα Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Φώτων, το Δωδεκαήμερο, που ιδιαίτερα ο μικρόκοσμός μας το προσμένει με ανείπωτη χαρά, είναι συνέχεια από μια αρχαία ελληνική γιορτή και παράδοση.
Μια γιορτή που παρέλαβε από την ειδωλολατρία ο χριστιανισμός και με μερικές μεταλλαγές τη θέσπισε δική του, και από τις πιο χαρωπές. Το έθιμο κι’ η συνήθεια των παιδιών της γειτονιάς να γυρνούν αυτές τις μέρες από σπίτι σε σπίτι, κρατώντας στολισμένο ένα χριστόδεντρο, να το περιφέρουν στους δρόμους και να χτυπούν τις πόρτες μας λέγοντας το κλασικό «Να τα πούμε;», είναι κι’ αυτό ένα πανάρχαιο αθηναϊκό έθιμο. Ήταν μια γιορτή που θέσπισαν οι πρόγονοί μας πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια, από την εποχή του Θησέως, όταν γύρισε από την Κρήτη.
Oι Αθηναίοι, για την ευτυχή πραγματοποίηση του σκοπού και της αποστολής του, γιόρταζαν στη μνήμη του ήρωα το πανηγύρι του «Πυανεψιώνος» (λέξη σύνθετη από τα πύανα και το ρήμα έπτω – έψω). Στις μέρες αυτές έκαναν ένα είδος Σαρακοστής, νήστευαν κι’ έπιναν μόνο ζουμί από κουκιά.
O Πλούταρχος μας λέγει: «”Πυανέψια”, εορτή Αθήνησιν, είρηται δε ποάσων κυάμων επιμπλανται, και άγεται πυανεψιώνος εβδόμη» Δεν μπορούμε να πούμε, βέβαια, πως συνέπιπταν αυτές οι γιορτές των αρχαίων με το Δωδεκαήμερό μας. Τις γιόρταζαν σαράντα μέρες πριν, δηλαδή στα μέσα Νοεμβρίου. Γιορτή όχι μόνον για τον Θησέα αλλά και προς τιμήν των τοπικών θεών, Αθηνάς, Δήμητρας και Απόλλωνα.
Από την Αρχαιότητα στους χρόνους του Βυζαντίου
Όπως και τώρα έτσι και τότες τα παιδιά της γειτονιάς σχημάτιζαν μικρές ομάδες, πήγαιναν στον κάμπο της Αττικής κι’ έκοβαν μια μεγάλη κλάρα από ελιά ή από δάφνη, τη στόλιζαν με χρωματιστά μαλλιά και καρπούς της εποχής κι’ έβγαιναν μ’ αυτή στους δρόμους και τραγουδούσαν τα «καλήμερά» τους, δηλαδή την «Ειρεσυώνη», όπως την έλεγαν. O Πλούταρχος μας απαθανάτισε και το τραγούδι τους: «Ειρεσυώνη σύκα φέρει και πίονας άρτους, και μέλι εν κοτύλη και έλαιον αναφήσασθαι, και κύλικ’ ευζωρον, ως αν μεθύσασα καθείδη». Η ελιά και τα παιδιά με το τραγούδι συγκινούσαν τους νοικοκυραίους, έδιναν μικρό φιλοδώρημα στην ομάδα κι’ έκοβαν από την κλάρα ένα κλαρί να το κρεμάσουν στην ξώπορτά τους για το καλό και για γούρι…
Ερχόμαστε στη βυζαντινή εποχή, που το Δωδεκαήμερο το γιόρταζαν σαν συνέχεια των ελληνορωμαϊκών «Κρόνια» και «Σατούρνια» και τα ωνόμαζαν «Βοτά». Ήταν μια σειρά από ανάμεικτες θρησκευτικές και λαϊκές γιορτές, που κατέληγαν σε μεγάλο γλέντι και παρατράγουδα. Αυτό το συμπεραίνουμε από το χρονικόν της εποχής, που μας λέγει «εν κώμοις, μέθοις και ασέλγειαν», ένα είδος δικής μας αποκρηάς. Επί της εποχής των Παλαιολόγων το Δωδεκαήμερο μεταπήδησε στις μέρες που το γιορτάζουμε. Σ’ όλη τη βυζαντινή περίοδο ο λαός κρατούσε το αρχαίο ελληνικό έθιμο και στόλιζε στις μέρες του Δωδεκαήμερου τα σπίτια του με κλαδιά από ελιά και δάφνη. Ως την εποχή μας ακόμη το έθιμο του στολισμού εξακολουθούσε στον Πόντο. Oι Πόντιοι ως τις αρχές του αιώνα μας στόλιζαν έξω τα σπίτια τους με κλαριά από ελιά και δάφνη.
Στην Τουρκοκρατία
Ας πούμε τώρα για το κύριο θέμα μας, δηλαδή πώς περνούσαν οι Αθηναίοι επί Τουρκοκρατίας τις χριστουγεννιάτικές τους μέρες. Μια εβδομάδα προ των Χριστουγέννων άρχιζαν οι προετοιμασίες για τις γιορτές. Η ψυχοκόρη με τις δουλεύτρες των αρχοντικών σπιτιών, που ’σαν τα περισότερα διώροφα, καθάριζαν το ανώγι και το κατώγι, να λάμπουν στις γιορτινές μέρες. Σ’ όλα τ’ άλλα σπίτια νοικοκυραίων παζαριτών και επτάρηδων φρόντιζε η νοικοκυρά να ’ναι καθαρό για το καλό του χρόνου. Το κρατούσαν παράδοση από την αρχαία εποχή.
Oι πήττες
Μετά ετοίμαζαν τα χριστουγεννιάτικα γλυκά. Η νοικοκυρά με τη βοήθεια των κοριτσιών έπλαθαν το φύλλο για τις περίφημες αθηναϊκές πήττες. Όλα τα γλυκά και οι πήττες δεν ήσαν παρά οι πατροπαράδοτοι πλακούντες. Στην κατασκευή των πρώτευε η μαστοράδα των νοικοκυρών, που οι κόρες και ψυχοκόρες την παρακολουθούσαν με θρησκευτική ευλάβεια.
Ιδίως στ’ άπλωμα του φύλλου και στη σύνθεσή του. Σ’ όλα τ’ αθηναϊκά γλυκά συμμετείχε ο ανθόκηπος του κάθε σπιτιού. Κατά διάφορες εποχές οι κόρες μάζευαν τον ανθό, τον συσκεύαζαν σε μπουκάλια, τα ’βαζαν να ηλιαστούν και με τη βοήθεια του ήλιου κατασκεύαζαν διάφορα ανθόνερα και ροδοστάγματα, για ν’ αρωματίζουν και να ραντίζουν τα γλυκά και τις πήττες. Ήσαν δε διαφόρων ειδών: οι φυλλόπηττες (τα σημερινά μπουρέκια), καρυδόπηττες (μπακλαβάδες), αμυγδαλόπηττες (είδος μεγάλου κουραμπιέ με φύλλα).
Τα «φοινίκια» και η μελισησαμόπηττα
Εκτός από τις πήττες κατασκεύαζαν και τα πανάρχαια «φοινίκια» ή «κάλανδα». Αυτό το κατασκεύασμα ήταν από μέλι, καρύδια και αλευρωμένη ζάχαρη, που με το ψήσιμο γινόταν καραμελέ, το πλάταιναν σε μικρά τεμάχια και το σκέπαζαν από τις δυο μεριές με φύλλο δάφνης. Το πιο αρχαίο όμως γλύκισμα που κατασκεύαζαν ήταν η μελισησαμόπηττα (ο σήμαμος πλακούς), δηλαδή σαν το σημερινό της κακής συμφοράς παστέλλι. O σήσαμος πλακούς είχε ιδιαίτερη εκτίμηση στους αρχαίους και παλιούς Αθηναίους. Ήταν το γλυκό που έπρεπε να τρώγουν οι νεόνυμφοι.
Στην αρχαία μάλιστα εποχή, όταν οι Αθηναίοι επρόκειτο να μυηθούν στα Ελευσίνια Μυστήρια, έκαναν δυο τρεις εβδομάδες σαρακοστή και δεν έτρωγαν άλλο από σησαμοπλακούντα. Το συσκεύασμα αυτό το θεωρούσαν ότι προετοίμαζε τον οργανισμό για τη μύηση των Ελευσινίων! Τ’ αρχοντόσπιτα κατασκεύαζαν σ’ όλες τις εποχές διάφορα γλυκά, γιατί είχαν συχνές επισκέψεις Τούρκων επισήμων και ξένων. Στις γιορτινές μέρες κάθε αθηναϊκό σπίτι έπρεπε να κάμει ένα τουλάχιστον γλύκισμα. Επίσης, και ο πιο φτωχός γυρνούσε στο σπίτι του με το δισάκι του γιομάτο από υλικά και τρόφιμα. Κι’ αν ήταν θεόπτωχος, πάλι γέμιζε το δισάκι του από πέτρες για το μάτι του σουμπλιαστή (γείτονα). Όσο φτωχοί κι’ αν ήσαν οι Αθηναίοι, ήσαν περήφανοι, ποτές δεν ζητούσαν, απόφευγαν ακόμα τον οίχτο και τα σκώμματα του κόσμου και ιδίως των γειτόνων. Μας άφησαν, άλλωστε, κι’ ένα γνωμικό, που μας λέγει «μέσα σ’ άδεια δισάκια τέτοιες μέρες μπαίνει ο Σατανάς».
Στας Αθήνας επί Τουρκοκρατίας δεν έλεγαν τα παιδιά τα Κάλανδα, όπως στον αρχαίο καιρό ή κι’ όπως σήμερα. Τα τραγουδούσαν άνδρες μεγάλοι κι’ εργατικοί, οι νερουλάδες…Oι άνδρες πάλι δεν τα ’λεγαν την ημέρα, αλλά κατά το σούρουπο. Ακόμα, αντί για χριστόδεντρο κρατούσαν ένα μεγάλο μήλο ή πορτοκάλι κι’ από ένα δισάκι ο καθένας.
Ως αμοιβή δεχόντουσαν μικρό νόμισμα, που το κάρφωναν στα μήλα, ή άλλο φιλοδώρημα, που γέμιζαν τα δισάκια τους. Τα τραγούδια και τα Κάλανδά άρχιζαν πάντοτε : «Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου, όπου γεννήθη ο Χριστός να σώσει τους ανθρώπους». Με τον ίδιο τόνο εξακολουθούσαν το τραγούδι τους σε διάφορα αυτοσύνθετα, ανάλογα με το σπίτι, τη θέση και τη διάθεση του νοικοκύρη, δηλαδή κολακευτικά ή σκωπτικά
Ανήμερα στις εκκλησιές
Ανήμερα των Χριστουγέννων, πριν ακόμα ξημερώσει κι’ από τα χαράματα, ετοιμαζόντουσαν οι Αθηναίοι για την εκκλησιά. Σαν μοιρολάτρες που ’σαν, κι’ αυτό από παράδοση, το ’χαν για κακό και γρουσουζιά γιορτινές μέρες να μην πάνε στολισμένοι στον ναό του Θεού. Μας άφησαν κι’ ένα γνωμικό που ’λεγε: «Στην εκκλησιά σαν δεν πας στολισμένος, σε λίγο θα σε πάν’ εκεί στα χέρια».
Αυτό το πρωινό ξεσήκωμα είχε και δυο σοβαρούς λόγους. O πρώτος ήταν πως οι γυναίκες έπρεπε να πάνε και να γυρίσουν από την εκκλησιά πριν αρχίσει στα σοκάκια η κυκλοφορία των Τούρκων και των Αγάδων, γιατί ήσαν με τα γιορτινά τους και θα προκαλούσε το ενδιαφέρον και την προσοχή τους. O δεύτερος λόγος ήταν ότι οι παπάδες ήσαν λιγοστοί κι’ έπρεπε να πάνε και να λειτουργήσουν και στα Ευκτήρια (ιδιωτικές μικρές εκκλησιές των αρχόντων).
Oι εκκλησιές στην εποχή της Τουρκοκρατίας δεν είχαν καμπάνες· τις απαγόρευαν οι Τούρκοι για πολλούς και διαφόρους λόγους. Τον ρόλο της καμπάνας έκαναν οι ’κλησάρισες. Πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι, χτυπούσαν τις πόρτες και φώναζαν: «Αφέντη, κόπιασε, αρχίζει η Λειτουργία». Κατ’ εξαίρεση, σήμαντρα είχε μόνο η εκκλησιά του Παναγίου Τάφου, όχι βέβαια καμπάνες αλλά δυο πλατειά ξύλα, που μ’ ένα χοντρό σχοινί χτυπούσε το ένα τ’ άλλο, για να τ’ ακούν οι χριστιανοί και να προσέρχονται.
Πριν μάλιστα από την απελευθέρωση, λειτουργούσε ένας περίφημος παπάς Σιναΐτης, που τον λέγανε Ιγνάτιο. Στις γιορτές και τις Κυριακές ποθούσε ο ίδιος να χτυπά τα ξύλα. Ήταν ακόμα και πολύ χεροδύναμος, ώστε το χτύπημά του αναστάτωνε τον γύρω κόσμο. Οι σκωπτικοί Αθηναίοι δεν άργησαν να του βγάλουν παρατσούκλι, κι’ έγινε πια γνωστός στην Αθήνα ως «Παπατακστούκας».
Οι επισκέψεις στον Μουσαφίρ-οντά
Μετά τη Λειτουργία ο Άρχων ή κι’ ο νοικοκύρης πρόσμενε τις επισκέψεις του στον Μουσαφίρ-οντά του, που ο ψυχογυιός κι’ η ψυχοκόρη πρόσφεραν τα χριστουγεννιάτικα γλυκά. Oι επισκέπτες ήσαν συγγενείς, φίλοι, οι προεστώτες των γύρω χωριών και πολλές φορές Τούρκοι αγάδες. Η κυρά πάλι του σπιτιού φρόντιζε να στέλνει με τις δουλεύτρες της, σε συγγενικά και φιλικά σπίτια, ένα μέρος απ’ τα γλυκά της, ιδίως στα μαυροφορεμένα σπίτια, που τέτοιες μέρες δεν βάζανε ζάχαρη στο σπίτι, γιατί «με το γλυκό φαρμάκωναν την ψυχή του μακαρίτη, που πριν από τρία χρόνια βρισκόταν ολόγυρά τους». Επίσης, μέρος από τα γλυκά έστελναν στις εκκλησιές για τους φτωχούς της ενορίας.
Oι διασκεδάσεις των Αθηναίων σ’ όλο το Δωδεκαήμερο είχαν την ελληνική τους παράδοση, σε αγώνες, χορούς, άσματα και διάφορα παιχνίδια, παρμένα από την αρχαία εποχή. Από παράδοση ακόμα ήσαν πολύ φιλόθρησκοι. Προ του γεύματος ο νοικοκύρης με όλα τα μέλη της οικογενείας του έψελναν «η γέννησίς σου, Χριστέ ο Θεός ημών», καθώς και άλλα τροπάρια της ημέρας.
1. Καϊράκ: Ιδιόρρυθμος Γάλλος πρόξενος, αντίπαλος του συμπατριώτη του Ζιρό. Η οικογένεια Αστρακάρη ήταν από τις αρχοντικές οικογένειες των Αθηνών.
2. Ζολώτες ήταν αρχαία ρωσικά νομίσματα, ασημένια τάλαρα. Επί Τουρκοκρατίας κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα και σε όλη την Αυτοκρατορία και τα είχαν σε μεγάλη υπόληψη. Έκαναν γι’ αυτά επίτηδες θήκες στα ζωνάρια και σε όσους τα φορούσαν έβγαζαν το παρατσούκλι, όπως π.χ. «ο Γιάννης ο Ζολώτας»· και έκτοτε έμεινε ως κύριο όνομα.
ΠΗΓΗ : εφημερίδα Ο ΜΙΚΡΟΣ ΡΩΜΗΟΣ του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών – Ίδρυμα Βούρου-Ευταξία, τεύχος 127/2006
Τα ιστορικά στοιχεία προέρχονται από άρθρο του †Βύρωνος Κωνσταντάρα