Πολλά λιπαρά + λίγοι υδατάνθρακες = Χοληστερόλη
H χαμηλή σε υδατάνθρακες και πλούσια σε λιπαρά διατροφή ευθύνεται για την αύξηση της χοληστερόλης σε ανθυγιεινά επίπεδα, σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nutrition Journal.
Ιστορικό
Στη Βόρεια Σουηδία, η συχνότητα των καρδιακών παθήσεων στη δεκαετία του 1970 ήταν υψηλότερη από οποιαδήποτε άλλη περιοχή της χώρας. Επιπλέον, οι άνδρες σε αυτή την περιοχή είχαν από τα υψηλότερα ποσοστά καρδιαγγειακών νοσημάτων στον κόσμο.
Ως αποτέλεσμα, το 1985, συστάθηκε ένα πρόγραμμα με σκοπό τη μείωση της πρόσληψης λίπους και τη μείωση των επιπέδων χοληστερόλης, προσφέροντας συμβουλές για τη διατροφή, επιδείξεις μαγειρικής, πληροφορίες υγείας, καλύτερη σήμανση των τροφίμων και ιατρικές εξετάσεις.
Παράλληλα, ξεκίνησε η συλλογή πληροφοριών σχετικά με παράγοντες ιατρικού κινδύνου, τον τρόπο ζωής και την ανθρωπομετρία. Σήμερα, τα στοιχεία αυτά συνθέτουν μια από τις μεγαλύτερες βάσεις δεδομένων για τις διατροφικές συνήθειες στον κόσμο όσον αφορά το μέγεθος του δείγματος και την περίοδο παρακολούθησης. Η μελέτη εξέτασε τις τάσεις στα τρόφιμα και την πρόσληψη θρεπτικών ουσιών, τη χοληστερόλη ορού και του δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) από το 1986 έως το 2010 στη βόρεια Σουηδία.
Έχουν συγκεντρωθεί πληροφορίες σχετικά με τα αυτοαναφερόμενα τρόφιμα, την πρόσληψη θρεπτικών συστατικών και το σωματικό βάρος, το ύψος, την ολική χοληστερόλη, για πάνω από 140.000 παρατηρήσεις. Αξιολογήθηκαν οι τάσεις κατά την τη διάρκεια της 25ετούς έρευνας για την ενέργεια που παρέχουν τα θρεπτικά συστατικά, τα τρόφιμα που συμβάλλουν στην πρόσληψη λίπους, τη χοληστερόλη ορού και τον ΔΜΣ.
Στην παρούσα μελέτη, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Umea και του Γκέτεμποργκ, σε συνεργασία με το Εθνικό Συμβούλιο Πρόνοιας, αξιολόγησαν στοιχεία 25 ετών από το πρόγραμμα VIP και τα συνδύασαν με τα δεδομένα από το πρόγραμμα WHO MONICA που παρακολουθεί τους καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου.
Αποτελέσματα
Αναφέρθηκε ότι η πρόσληψη λίπους παρουσίασε δύο σημαντικές αλλαγές στα δύο φύλα: μείωση μεταξύ των ετών 1986 και 1992 και αύξηση από το 2002 (γυναίκες) ή 2004 (άνδρες). Μια αντίστροφη τάση παρατηρήθηκε και για τους υδατάνθρακες, ενώ η πρόσληψη πρωτεϊνών παρέμεινε αμετάβλητη κατά τη διάρκεια της 25ετίας.
Παρατηρήθηκαν σημαντικές αλλαγές στην τάση της πρόσληψης τροφίμων που συμβάλλουν στην συνολική πρόσληψη λίπους. Αναφέρθηκε ότι η πρόσληψη κρασιού αυξήθηκε σημαντικά και στα δύο φύλα (περισσότερο στις γυναίκες) ενώ στους άνδρες αυξήθηκε και η κατανάλωση μπύρας. Ο ΔΜΣ αυξανόταν συνεχώς και στα δύο φύλα, ενώ τα επίπεδα της χοληστερόλης μειώθηκαν κατά τη περίοδο 1986 – 2004, παρέμειναν αμετάβλητα μέχρι το 2007 και στη συνέχεια άρχισαν να αυξάνονται. Η αύξηση της χοληστερόλης ορού συνέπεσε με την αύξηση της πρόσληψης λίπους και ειδικά με την πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών και λιπαρών για το ψωμί και το μαγείρεμα.
Συμπεράσματα
Άνδρες και γυναίκες στη βόρεια Σουηδία μείωσαν την πρόσληψη λίπους κατά τα πρώτα 7 χρόνια (1986-1992) εξαιτίας του προγράμματος. Μετά το 2004 η πρόσληψη λίπους αυξήθηκε απότομα και στα δύο φύλα, η οποία συνέπεσε με αύξηση της δημοτικότητας της χαμηλής σε υδατάνθρακες/υψηλής σε λιπαρά (LCHF) διατροφής. Η αύξηση και η ακόλουθη μείωση των επιπέδων της χοληστερόλης εμφανίστηκαν ταυτόχρονα με τις τάσεις όσον αφορά την επιλογή των τροφίμων, ενώ η σταθερή αύξηση του ΔΜΣ παρέμεινε αμετάβλητη. Αυτές οι αλλαγές στους παράγοντες κινδύνου μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη των καρδιαγγειακών παθήσεων (CVD).
Ο Καθηγητής Ingegerd Johansson, επικεφαλής της μελέτης, δήλωσε:
“Η σχέση μεταξύ διατροφής και υγείας είναι περίπλοκη. Περιλαμβάνει συγκεκριμένα συστατικά των τροφίμων, τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ αυτών των συστατικών των τροφίμων, και τις αλληλεπιδράσεις με τους γενετικούς παράγοντες και τις ατομικές ανάγκες. Ενώ η χαμηλή σε υδατάνθρακες/υψηλή σε λιπαρά διατροφή μπορεί να βοηθήσει στην βραχυπρόθεσμη απώλεια βάρους, τα αποτελέσματα αυτής της σουηδικής μελέτης αποδεικνύουν ότι η απώλεια βάρους δεν θα διατηρηθεί μακροπρόθεσμα και ότι αυτή η διατροφή αυξάνει τη χοληστερόλη του αίματος, που έχει σημαντική επίδραση στον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου”.
Πηγές: nutritionj/medicalnewstoday