Η χοληστερόλη ως παράγων κινδύνου για στεφανιαία νόσο.
Η δυσλιπιδαιμία και ειδικότερα η υπερχοληστεριναιμία, θεωρείται μια από τις κυριότερες αιτίες εμφάνισης αρτηριοσκλήρυνσης και καρδιαγγειακής νόσου.
Δυστυχώς η σημασία της υψηλής χοληστερόλης είναι ιδιαίτερα μεγάλη στις νεώτερες ηλικιακές ομάδες 30-60 ετών και σταδιακά υποχωρεί για να δώσει την πρώτη θέση ως παράγοντα κινδύνου στην υπέρταση. Στην Ελλάδα τα τελευταία 15 έτη η στεφανιαία νόσος αποτελεί σταθερά την πρώτη αιτία θανάτου με σταθερή διαφορά από τη δεύτερη που είναι τα νεοπλάσματα. Το 2001 είχαμε στην Ελλάδα 19500 θανάτους από στεφανιαία νόσο, δηλαδή περίπου όσος ο πληθυσμός της Καλύμνου.
Ανάλυση πολλών μελετών έδειξε ότι κάθε 10% μείωση της ολικής χοληστερόλης οδήγησε σε 22% μείωση της εμφάνισης Στεφανιαίας Νόσου μέσα σε 2 έως 5 έτη και σε κατά 25% μείωση αυτής μετά τα 5 έτη. Η παρέμβαση χρειαζόταν να έχει διάρκεια τουλάχιστον δύο ετών για να επιφέρει σημαντικό κλινικό όφελος. Αυτό σημαίνει ότι δεν αρκεί μία περιστασιακή δίαιτα, χρήση φυτικών στερολών ή φαρμάκων η οποία θα βελτιώσει τις τιμές χοληστερόλης εάν αυτή δεν έχει διάρκεια. Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι μόνο η μόνιμη και συστηματική αντιμετώπιση της δυσλιπιδαιμίας επιφέρει αποτελέσματα ( τα οποία πολλές φορές είναι εντυπωσιακά) στη μείωση των εμφραγμάτων και των λοιπών μορφών στεφανιαίας καρδιοπάθειας.
Σύμφωνα με την Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία κάθε ενήλικας άνω των 20 ετών πρέπει να ελέγχεται τουλάχιστον ανά πενταετία για τα λιπίδια του ( Ολική Χοληστερόλη, HDL, LDL, Τριγλυκερίδια). Εάν όμως τα επίπεδα δεν είναι ικανοποιητικά ο έλεγχος αυτός θα πρέπει να είναι συχνότερος ανάλογα με τον συνολικό κίνδυνο που διατρέχει ( π.χ. ηλικία, κάπνισμα, υπέρταση, κ.τ.λ.)
Μία εντυπωσιακή εξέλιξη των τελευταίων ετών αποτελούν οι συνεχώς χαμηλότερες τιμές που τίθενται ως στόχος για την κακή χοληστερόλη. Πριν 20 χρόνια τα επιθυμητά όρια ήταν χαμηλότερα από 160 mg/dl και φέτος για πρώτη φορά φάνηκε ότι σε στεφανιαίους ασθενείς υψηλού κινδύνου (δηλαδή που συνεχίζουν να καπνίζουν ή που είναι διαβητικοί) ο στόχος τίθεται να είναι < 70 mg/dl. Όποιος από εμάς δει τις εξετάσεις του, θα συνειδητοποιήσει ότι ακόμη και με αυστηρή δίαιτα είναι σχεδόν απίθανο να καταφέρει να έχει τέτοιες τιμές. Για το λόγο αυτό πολλοί ασθενείς αναρωτιούνται πως είναι δυνατόν μία ‘φυσιολογική και συνηθισμένη κατάσταση’ , δηλαδή επίπεδα χοληστερόλης 200 mg/dl και LDL 130 mg/dl να είναι βλαβερά για τον οργανισμό; Η απάντηση είναι ότι η έννοια του φυσιολογικού σχετίζεται με τη μέση τιμή μίας εξέτασης στο σύνολο του πληθυσμού. Στην επαρχιακή Κίνα ο μέσος όρος ολικής χοληστερόλης είναι 115 mg/dl, στην αστική Κίνα 135 mg/dl και στη Δυτική Ευρώπη 210mg/dl. Με βάση τους Κινέζους δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία των Δυτικών έχει παθολογικά επίπεδα χοληστερόλης. Ο οργανισμός μας δεν έγινε ξαφνικά αυτοκαταστροφικός αλλά απλά στο Δυτικό κόσμο άλλαξε το περιβάλλον γύρω του πάρα πολύ γρήγορα και αυτός δεν καταφέρνει να προσαρμοστεί. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ανθρώπινο είδος εξελίσσεται εδώ εκατομμύρια χρόνια και σε όλες σχεδόν τις εποχές το χαρακτηριστικό του τρόπου ζωής ήταν η λίγη τροφή και η άσκηση. Ελλείψει αμαξιών οι άνθρωποι περπατούσαν κάθε μέρα χιλιόμετρα για να μετακινηθούν και η τροφή ήταν ένα αγαθό που δεν ανευρισκόταν υποχρεωτικά κάθε ημέρα, έτσι ώστε όταν υπάρχει να προσπαθούν όλοι να αποθηκεύσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερες ποσότητες λίπους τρώγοντας όσο περισσότερο μπορούσαν ώστε να διατηρηθούν υγιείς μέχρι την επόμενη φορά που θα έτρωγαν. Μετά τη βιομηχανική επανάσταση όμως το σκηνικό αλλάζει δραματικά. Τα αυτοκίνητα με μηδενική προσπάθεια καλύπτουν τις αποστάσεις και σήμερα πολλοί ακόμη και για 100 μέτρα χρησιμοποιούν το αυτοκίνητο αντί να περπατήσουν. Το φαγητό είναι στο Δυτικό κόσμο ένα είδος εν αφθονία και ειδικά το κακής ποιότητας φαγητό είναι και φθηνό και εύκολα προσβάσιμο σε όλους. Αυτή η τρομακτική αλλαγή των τελευταίων 100-150 χρόνων ανέτρεψε τα περιβαντολλογικά δεδομένα χιλιετιών και τα γονίδια μας αδυνατούν να ανταποκριθούν σε αυτά. Συνεχίζουν να αποθηκεύουν αμέσως λίπος διότι έχουν μάθει ότι θα χρειαστεί τις επόμενες ημέρες για τη σωματική άσκηση αλλά δυστυχώς σήμερα η άσκηση δεν έρχεται ποτέ και έρχεται μόνο η επόμενη μερίδα φαγητού.
Το πραγματικά εντυπωσιακό είναι ότι όσο η χοληστερόλη πέφτει κάτω από τα επίπεδα των 200mg/dl τόσο μειώνεται και η θνησιμότητα από στεφανιαία νόσο στις ομάδες υψηλού κινδύνου.
Άρα δεν είναι καθόλου παράξενο ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι προσφεύγουν αρχικά στην αλλαγή διατροφικών συνηθειών, υιοθετώντας υγιεινότερα μοντέλα διατροφής, κατόπιν προσθέτουν φυτικές στερόλες στη διατροφή τους, οι οποίες στη σωστή δοσολογία πετυχαίνουν μείωσης της ολικής και κακής χοληστερόλης κατά 10-15% και ανάλογα με το κίνδυνο στεφανιαίου επεισοδίου που διατρέχουν (συνεκτιμώντας δηλαδή το κάπνισμα, τα επίπεδα αρτηριακής πίεσης, σακχάρου, το οικογενειακό ιστορικό κ.α.) δυνητικά σε φαρμακευτική αγωγή για να μειώσουν τα επίπεδα κακής χοληστερόλης τους και φυσικά τον κίνδυνο εμφράγματος ή αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου.
Είναι εμφανές ότι όσοι μάθουν από νεαρή ηλικία να ασκούνται πολύ και να τρώνε λιγότερο και υγιεινότερα θα ζήσουν περισσότερο και καλύτερα.
Τον 21ο αιώνα ο μέσος όρος ζωής του ανθρώπου αυξάνεται συνέχεια και προβλέπεται ότι η αύξηση αυτή θα συνεχιστεί. Όσοι από εμάς θέλουμε να ήμαστε μέρος αυτής της αυξημένης επιβίωσης πρέπει όποτε ελεγχόμαστε να μη ξεχνάμε ότι : όσο χαμηλότερα, τόσο καλύτερα.
Δημήτρης Ρίχτερ, MD, FESC
Διευθυντής Β’ Καρδιολογικής Κλινικής Ευρωκλινικής Αθηνών
Ετικέτες:καρδιά, στεφανιαία νόσος, χοληστερόλη